στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
high treason [ˌhaɪˈtriːzn] ΟΥΣ




treason [βρετ ˈtriːz(ə)n, αμερικ ˈtrizən] ΟΥΣ
I. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (tall):
2. high (far from the ground):
3. high (numerically large):
4. high (great, intense):
5. high (important):
6. high (noble):
7. high (acute):
8. high (mature):
9. high οικ:
II. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΕΠΊΡΡ
1. high (to a great height):
2. high (at a high level):
III. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΟΥΣ
1. high (high level):
2. high (euphoric feeling) οικ:
στο λεξικό PONS
high treason ΟΥΣ




treason [ˈtri:·zn] ΟΥΣ
-
- tradimento αρσ
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high:
4. high (at peak, maximum):
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.