στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. Gothic [βρετ ˈɡɒθɪk, αμερικ ˈɡɑθɪk] ΕΠΊΘ gothic
- Gothic ΑΡΧΙΤ, ΛΟΓΟΤ, ΤΥΠΟΓΡ
- gotico also μτφ
- Gothic revivalism
-
- Greek, Gothic revivalist
-
-
- Gothic
-
- gothic
-
- Gothic
-
- Gothic
-
- gothic
-
- flamboyant Gothic
- ogivale stile, architettura
- Gothic
-
- Gothic
-
- gothic
-
- flamboyant Gothic
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Gothic architecture