I. revivalist [βρετ rɪˈvʌɪvəlɪst, αμερικ rəˈvaɪv(ə)ləst] ΟΥΣ
1. revivalist ΘΡΗΣΚ:
- revivalist
- revivalista αρσ θηλ
2. revivalist (of custom, style):
- revivalist ΑΡΧΙΤ, ΜΟΥΣ
- revivalista αρσ θηλ
II. revivalist [βρετ rɪˈvʌɪvəlɪst, αμερικ rəˈvaɪv(ə)ləst] ΕΠΊΘ
1. revivalist ΘΡΗΣΚ:
- revivalist
-
- revivalist
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.