στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
high technology [βρετ, αμερικ ˈˌhaɪ tɛkˈnɑlədʒi] ΟΥΣ
technology [βρετ tɛkˈnɒlədʒi, αμερικ tɛkˈnɑlədʒi] ΟΥΣ
1. technology (applied science):
2. technology (method):
I. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (tall):
2. high (far from the ground):
3. high (numerically large):
4. high (great, intense):
5. high (important):
6. high (noble):
7. high (acute):
8. high (mature):
9. high οικ:
II. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΕΠΊΡΡ
1. high (to a great height):
2. high (at a high level):
III. high [βρετ hʌɪ, αμερικ haɪ] ΟΥΣ
1. high (high level):
2. high (euphoric feeling) οικ:
στο λεξικό PONS
high technology ΟΥΣ
technology [tek·ˈnɑ:·lə·dʒi] ΟΥΣ
-  
-  tecnologia θηλ
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high:
4. high (at peak, maximum):
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
