στο λεξικό PONS
heavy ˈin·dus·try ΟΥΣ no pl
in·dus·try [ˈɪndəstri] ΟΥΣ
1. industry no pl (manufacturing):
2. industry (type of trade):
I. heavy [ˈhevi] ΕΠΊΘ
1. heavy (weighty):
2. heavy (intense):
3. heavy (excessive):
4. heavy (severe):
5. heavy (abundant):
6. heavy μτφ (oppressive):
7. heavy (difficult):
8. heavy:
10. heavy (clumsy):
-
- schwerfällig <-er, -ste>
11. heavy (strict):
II. heavy [ˈhevi] ΟΥΣ
2. heavy ΘΈΑΤ (character):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.