στο λεξικό PONS


Ver·tre·ter(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Vertreter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΜΠΌΡ
gesetzlicher Vertreter ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ


Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.