Fleiß <-[e]s> [flais] ΟΥΣ αρσ kein πλ
- unentwegter Einsatz/Fleiß
-
- beharrlicher Fleiß
-
- unveränderter Einsatz/Fleiß
-
-
- Fleiß αρσ <-es>
-
- Fleiß αρσ <-es>
-
- Fleiß αρσ <-es>
-
- Fleiß αρσ <-es>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.