Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
industry [βρετ ˈɪndəstri, αμερικ ˈɪndəstri] ΟΥΣ
1. industry:
I. heavy [βρετ ˈhɛvi, αμερικ ˈhɛvi] ΟΥΣ οικ
II. heavy [βρετ ˈhɛvi, αμερικ ˈhɛvi] ΕΠΊΘ
1. heavy ΦΥΣ:
2. heavy (thick):
3. heavy (large) προσδιορ:
4. heavy (weighty, ponderous) μτφ:
5. heavy (abundant):
6. heavy (severe):
8. heavy ΜΕΤΕΩΡ:
11. heavy (difficult, serious):
III. heavy [βρετ ˈhɛvi, αμερικ ˈhɛvi] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
industry [ˈɪndəstri] ΟΥΣ a. τυπικ
I. heavy <-ier, -iest> [ˈhevi] ΕΠΊΘ
1. heavy (weighing a lot):
2. heavy (hard, difficult):
3. heavy (intense, strong):
4. heavy (abundant):
I. heavy <-ier, -iest> [ˈhev·i] ΕΠΊΘ
1. heavy (weighing a lot):
2. heavy (hard, difficult):
3. heavy (intense, strong):
4. heavy (abundant):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.