στο λεξικό PONS
I. flott <flotter, am flottesten> [flɔt] ΕΠΊΘ
1. flott (zügig):
4. flott (verschwenderisch):
Blatt <-[e]s, Blätter> [blat, πλ ˈblɛtɐ] ΟΥΣ ουδ
ιδιωτισμοί:
I. glatt <-er [o. οικ glätter], -este [o. οικ glätteste]> [glat] ΕΠΊΘ
1. glatt (eben):
3. glatt (problemlos):
4. glatt προσδιορ οικ (eindeutig):
II. glatt <-er [o. οικ glätter], -este [o. οικ glätteste]> [glat] ΕΠΊΡΡ οικ (rundweg)
I. platt [plat] ΕΠΊΘ
1. platt (flach):
tek·to·ni·sche Plat·te ΟΥΣ θηλ ΓΕΩΛ
Lat·te <-, -n> [ˈlatə] ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Flash-Report ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
exotischer Salat ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.