racy [ˈreɪsi] ΕΠΊΘ
1. racy (risqué):
- racy behaviour, novel
-
2. racy (sexy):
- racy clothing
-
3. racy (lively and vigorous):
- racy person, image
-
- racy wine, car, yacht
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.