στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. fitted [βρετ ˈfɪtɪd, αμερικ ˈfɪdəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
fitted → fit IV, V
II. fitted [βρετ ˈfɪtɪd, αμερικ ˈfɪdəd] ΕΠΊΘ
I. fit1 [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit person:
2. fit (suitable, appropriate):
II. fit1 [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΕΠΊΡΡ οικ (in emphatic phrases)
III. fit1 [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΟΥΣ (of garment)
IV. fit1 <παρελθ fitted, fit αμερικ μετ παρακειμ fitted> [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
V. fit1 <παρελθ fitted, fit αμερικ μετ παρακειμ fitted> [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fit (be the right size):
2. fit (have enough room):
3. fit (go into designated place):
4. fit (tally, correspond) μτφ:
fit2 [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΟΥΣ
1. fit ΙΑΤΡ:
2. fit:
I. carpet [βρετ ˈkɑːpɪt, αμερικ ˈkɑrpət] ΟΥΣ
II. carpet [βρετ ˈkɑːpɪt, αμερικ ˈkɑrpət] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
I. fit1 <-tt-> [fɪt] ΕΠΊΘ
II. fit1 <-tt-> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fit1 <-tt-> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. fit (correspond):
I. carpet [ˈkɑ:r·pət] ΟΥΣ
| I | fit |
|---|---|
| you | fit |
| he/she/it | fits |
| we | fit |
| you | fit |
| they | fit |
| I | fitted / αμερικ fit |
|---|---|
| you | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | fitted / αμερικ fit |
| we | fitted / αμερικ fit |
| you | fitted / αμερικ fit |
| they | fitted / αμερικ fit |
| I | have | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | has | fitted / αμερικ fit |
| we | have | fitted / αμερικ fit |
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| they | have | fitted / αμερικ fit |
| I | had | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | had | fitted / αμερικ fit |
| we | had | fitted / αμερικ fit |
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| they | had | fitted / αμερικ fit |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.