στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. unico <πλ unici, uniche> [ˈuniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. unico (il solo):
2. unico (uno solo):
3. unico (senza pari):
4. unico ΕΜΠΌΡ:
II. unico (unica) <πλ unici, uniche> [ˈuniko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. unico:
III. unico <πλ unici, uniche> [ˈuniko, tʃi, ke]
στο λεξικό PONS
I. unico (-a) <-ci, -che> [ˈu:·ni·ko] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.