στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
esemplare1 [ezemˈplare] ΕΠΊΘ
1. esemplare (che è un modello):
esemplare2 [ezemˈplare] ΟΥΣ αρσ
1. esemplare (copia):
2. esemplare (di animale, vegetale):
-
- esemplare αρσ
-
- esemplare αρσ
- exemplary behaviour, virtue, life
- esemplare
-
- esemplare
-
- risarcimento αρσ esemplare
-
- risarcimento αρσ esemplare
- scantling αρχαϊκ
- esemplare αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.