στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
punitive [βρετ ˈpjuːnɪtɪv, αμερικ ˈpjunədɪv], punitory [ˈpjuːnɪtərɪ, -tɔːrɪ] ΕΠΊΘ
- punitive measure, action
-
- punitive taxation
-
punitive damages ΟΥΣ npl ΝΟΜ
- punitive damages
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.