pu·ni·tive [ˈpju:nətɪv] ΕΠΊΘ form
1. punitive (penalizing):
2. punitive (severe):
3. punitive ΧΡΗΜΑΤΟΠ (extreme):
- punitive
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.