στο λεξικό PONS
stock-in-ˈtrade ΟΥΣ no pl
1. stock-in-trade (tools of trade):
2. stock-in-trade (goods):
Vor·rats·ver·mö·gen <-s, -> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Wa·ren·vor·rat <-(e)s, -räte> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Brot <-[e]s, -e> [bro:t] ΟΥΣ ουδ
1. Brot:
2. Brot:
3. Brot (Arbeit, Unterhalt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.