

-
- Sortiment ουδ <-(e)s, -e>
-
- reichhaltiges Sortiment
-
- Sortiment ουδ <-(e)s, -e>
-
- Sortiment ουδ <-(e)s, -e>
-
- (Waren-) Sortiment
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.