Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sure [βρετ ʃɔː, ʃʊə, αμερικ ʃʊr] ΕΠΊΘ
1. sure (certain):
2. sure (bound):
3. sure (confident):
4. sure (reliable):
- sure friend
-
- sure method, remedy
-
II. sure [βρετ ʃɔː, ʃʊə, αμερικ ʃʊr] ΕΠΊΡΡ
2. sure (certainly) οικ:
sure-footedness ΟΥΣ
- sure-footedness
- agilité θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.