I. assuré (assurée) [asyʀe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
assuré → assurer
II. assuré (assurée) [asyʀe] ΕΠΊΘ
1. assuré (sûr):
III. assuré (assurée) [asyʀe] ΕΠΊΘ
1. assuré (plein d'assurance):
2. assuré (garanti):
V. assuré (assurée) [asyʀe]
I. assurer [asyʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. assurer (affirmer):
3. assurer ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. assurer:
5. assurer:
6. assurer:
II. assurer [asyʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. s'assurer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'assurer (vérifier):
2. s'assurer (se procurer):
3. s'assurer ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
5. s'assurer (se stabiliser):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.