Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
confident [βρετ ˈkɒnfɪd(ə)nt, αμερικ ˈkɑnfədənt] ΕΠΊΘ
- tolerably certain, confident, content, comfortable
-
- supremely confident
-
- robustly confident, practical
-
- cautiously optimistic, confident
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.