Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
epileptic fit ΟΥΣ
I. epileptic [βρετ ˌɛpɪˈlɛptɪk, αμερικ ˌɛpəˈlɛptɪk] ΟΥΣ
-
- épileptique αρσ θηλ
II. epileptic [βρετ ˌɛpɪˈlɛptɪk, αμερικ ˌɛpəˈlɛptɪk] ΕΠΊΘ
epileptic person:
I. fit [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΟΥΣ
1. fit ΙΑΤΡ:
2. fit (gen):
II. fit [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit person:
2. fit (suitable, appropriate):
3. fit (in emphatic phrases) οικ:
III. fit <απλ παρελθ fitted, fit αμερικ, μετ παρακειμ fitted> [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fit (be the right size):
2. fit (make or find room for):
3. fit (install):
4. fit:
5. fit (be compatible with):
IV. fit <απλ παρελθ fitted, fit αμερικ, μετ παρακειμ fitted> [βρετ fɪt, αμερικ fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fit (be the right size):
2. fit (have enough room):
3. fit (go into designated place):
I. bill [βρετ bɪl, αμερικ bɪl] ΟΥΣ
1. bill ΕΜΠΌΡ (for payment):
2. bill ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ (law):
3. bill (poster):
4. bill αμερικ (banknote):
7. bill ΓΕΩΓΡ (promontory):
-
- promontoire αρσ
II. bill [βρετ bɪl, αμερικ bɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bill (send demand for payment):
2. bill ΘΈΑΤ (gen) (advertise):
στο λεξικό PONS
I. epileptic [ˌepɪˈleptɪk] ΟΥΣ
-
- épileptique αρσ θηλ
II. epileptic [ˌepɪˈleptɪk] ΕΠΊΘ
I. fit1 <-tter, -ttest> [fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit (suitable):
II. fit1 <fitting, -tt- [or αμερικ -]> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
2. fit (position/shape as required):
III. fit1 <fitting, -tt- [or αμερικ -]> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. epileptic [ˌep·ɪ·ˈlep·tɪk] ΟΥΣ
-
- épileptique αρσ θηλ
II. epileptic [ˌep·ɪ·ˈlep·tɪk] ΕΠΊΘ
I. fit1 <-tter, -ttest> [fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit (suitable):
II. fit1 <fitting, - [or -tt-]> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fit1 <fitting, - [or -tt-]> [fɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | fit |
|---|---|
| you | fit |
| he/she/it | fits |
| we | fit |
| you | fit |
| they | fit |
| I | fitted / αμερικ fit |
|---|---|
| you | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | fitted / αμερικ fit |
| we | fitted / αμερικ fit |
| you | fitted / αμερικ fit |
| they | fitted / αμερικ fit |
| I | have | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | has | fitted / αμερικ fit |
| we | have | fitted / αμερικ fit |
| you | have | fitted / αμερικ fit |
| they | have | fitted / αμερικ fit |
| I | had | fitted / αμερικ fit |
|---|---|---|
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| he/she/it | had | fitted / αμερικ fit |
| we | had | fitted / αμερικ fit |
| you | had | fitted / αμερικ fit |
| they | had | fitted / αμερικ fit |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.