στο λεξικό PONS
Ein·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Einlage meist πλ (eingezahltes Geld):
2. Einlage ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. Einlage ΤΈΧΝΗ:
7. Einlage (Beilage):
I. mit [mɪt] ΠΡΌΘ +δοτ
1. mit (unter Beigabe von):
3. mit (mittels):
4. mit (per):
5. mit (unter Aufwendung von):
7. mit zeitlich:
8. mit bei Maß-, Mengenangaben:
9. mit (einschließlich):
11. mit οικ (und dazu):
12. mit (was jdn/etw angeht):
II. mit [mɪt] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einlage ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Einlage ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Bottom-up-Schein
- Botulismus
- Bouchée
- Bouclé
- Boudoir
- Bouillon mit Einlage
- Bouillonwürfel
- Boule
- Boulevard
- Boulevardblatt
- Boulevardladen