στο λεξικό PONS
II. ex·pert [ˈekspɜ:t, αμερικ -spɜ:rt] ΕΠΊΘ
1. expert:
ex·pert com·ˈmit·tee ΟΥΣ
ex·pert ad·ˈvi·sor ΟΥΣ
ex·pert ˈknowl·edge ΟΥΣ no pl
ex·pert oˈpin·ion ΟΥΣ
-
- experts πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
credit expert ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
environmental expert ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
expert advisor ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
investment expert ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
expert committee ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.