I. fach·män·nisch ΕΠΊΘ
- fachmännisch
-
-
- fachmännisch
- to do sth professionally
- etw fachmännisch erledigen
-
- fachmännisch
-
- fachmännisch
-
- fachmännisch
-
- fachmännisch nach ουσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.