στο λεξικό PONS
I. über [ˈy:bɐ] ΠΡΌΘ
1. über +δοτ (oberhalb):
2. über +δοτ (unmittelbar auf):
5. über +αιτ (querend):
6. über +αιτ (sich länger erstreckend):
7. über +αιτ (erfassend):
8. über +αιτ (bedeckend):
10. über ΜΕΤΑΦΟΡΈς (passierend):
12. über +αιτ (zeitlich länger):
13. über +αιτ (während):
14. über +δοτ (in Beschäftigung mit):
16. über +αιτ (von mehr als):
17. über +αιτ (zahlenmäßig entsprechend):
18. über +αιτ (betreffend):
19. über +αιτ (mithilfe von):
20. über +αιτ ΡΑΔΙΟΦ, TV (etw benutzend):
ιδιωτισμοί:
II. über [ˈy:bɐ] ΕΠΊΡΡ
3. über (während):
III. über [ˈy:bɐ] ΕΠΊΘ οικ
1. über (übrig):
2. über (überlegen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.