whilst [waɪlst] ΣΎΝΔ βρετ τυπικ
whilst → while
I. while [(h)waɪl] ΟΥΣ no pl
II. while [(h)waɪl] ΣΎΝΔ
1. while (during which time):
2. while (although):
-
- whilst
-
- whilst
-
- whilst βρετ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.