Oxford Spanish Dictionary
whilst [αμερικ (h)waɪlst, βρετ wʌɪlst] ΣΎΝΔ βρετ
whilst → while
I. while [αμερικ (h)waɪl, βρετ wʌɪl] ΣΎΝΔ
1. while (in time):
2. while (though):
II. while [αμερικ (h)waɪl, βρετ wʌɪl] ΟΥΣ
1. while (period of time):
στο λεξικό PONS
whilst [waɪlst] ΣΎΝΔ βρετ
whilst → while
I. while [waɪl] ΟΥΣ
II. while [waɪl] ΣΎΝΔ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.