στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
INSET days [ɪnˈsetˌdeɪz] ΟΥΣ npl
- INSET days
-
day [βρετ deɪ, αμερικ deɪ] ΟΥΣ
1. day (24-hour period):
2. day (until evening):
3. day (as opposed to night):
4. day (specific):
5. day gener. πλ (as historical period):
day labourer, day laborer [ˈdeɪˌleɪbərə(r)] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day:
day-to-day ΕΠΊΘ
-
- quotidiano, -a
name day ΟΥΣ
-
- onomastico αρσ
saint's day ΟΥΣ
-
- onomastico αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.