στο λεξικό PONS
I. risk [rɪsk] ΟΥΣ
1. risk (hazard):
2. risk (insurance policy):
I. po·si·tion [pəˈzɪʃən] ΟΥΣ
1. position (place):
2. position (appointed place):
4. position (posture):
5. position ΑΘΛ (in team):
6. position (rank):
7. position βρετ, αυστραλ (in race, competition):
8. position (job):
9. position usu ενικ (situation):
10. position usu ενικ τυπικ (opinion):
12. position ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
risk-weighted position ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
risk position ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
overall risk position ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
market risk position ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
credit risk position ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
position ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Arbeitsplatz αρσ
position ΡΉΜΑ μεταβ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
| I | risk |
|---|---|
| you | risk |
| he/she/it | risks |
| we | risk |
| you | risk |
| they | risk |
| I | risked |
|---|---|
| you | risked |
| he/she/it | risked |
| we | risked |
| you | risked |
| they | risked |
| I | have | risked |
|---|---|---|
| you | have | risked |
| he/she/it | has | risked |
| we | have | risked |
| you | have | risked |
| they | have | risked |
| I | had | risked |
|---|---|---|
| you | had | risked |
| he/she/it | had | risked |
| we | had | risked |
| you | had | risked |
| they | had | risked |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- risk structure equalization
- risk taker
- risk transfer
- risk transformation
- risk transparency
- risk-weighted position
- risky
- risotto
- risqué
- rissole
- rite