στο λεξικό PONS
I. cross [krɒs, αμερικ krɑ:s] ΟΥΣ
1. cross (shape):
2. cross ΘΡΗΣΚ:
3. cross no pl (burden):
5. cross μτφ:
6. cross:
II. cross [krɒs, αμερικ krɑ:s] ΕΠΊΘ usu κατηγορ
III. cross [krɒs, αμερικ krɑ:s] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cross:
3. cross (place across each other):
4. cross βρετ, αυστραλ (make a sign):
ιδιωτισμοί:
IV. cross [krɒs, αμερικ krɑ:s] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. cross (go across):
3. cross (meet):
cross·ing [ˈkrɒsɪŋ, αμερικ ˈkrɑ:s-] ΟΥΣ
1. crossing ΣΙΔΗΡ:
puf·fin [ˈpʌfɪn] ΟΥΣ ΖΩΟΛ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cross ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Cross αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
puffin [ˈpʌfɪn] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
puffin crossing ΥΠΟΔΟΜΉ
crossing ΥΠΟΔΟΜΉ, transport safety
| I | cross |
|---|---|
| you | cross |
| he/she/it | crosses |
| we | cross |
| you | cross |
| they | cross |
| I | crossed |
|---|---|
| you | crossed |
| he/she/it | crossed |
| we | crossed |
| you | crossed |
| they | crossed |
| I | have | crossed |
|---|---|---|
| you | have | crossed |
| he/she/it | has | crossed |
| we | have | crossed |
| you | have | crossed |
| they | have | crossed |
| I | had | crossed |
|---|---|---|
| you | had | crossed |
| he/she/it | had | crossed |
| we | had | crossed |
| you | had | crossed |
| they | had | crossed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- puff adder
- puff away
- puffball
- puffball skirt
- puffed
- puffin crossing
- puffiness
- puff out
- puff pastry
- puff piece
- puff sleeves