στο λεξικό PONS
I. holi·day [ˈhɒlədeɪ, αμερικ ˈhɑ:l-] ΟΥΣ
1. holiday βρετ, αυστραλ (vacation):
2. holiday (work-free day):
I. flat1 <-tt-> [flæt] ΕΠΊΘ
1. flat:
4. flat προσδιορ, αμετάβλ μτφ (absolute):
5. flat also μτφ μειωτ (dull):
6. flat ΛΟΓΟΤ:
8. flat (tasteless):
10. flat (deflated):
11. flat ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ (not active):
13. flat ΜΟΥΣ:
14. flat προσδιορ, αμετάβλ ΕΜΠΌΡ (fixed):
II. flat1 <-tt-> [flæt] ΕΠΊΡΡ
1. flat (horizontally):
2. flat (levelly):
3. flat αμετάβλ οικ (absolutely):
4. flat αμετάβλ οικ (completely):
III. flat1 [flæt] ΟΥΣ
1. flat (level surface):
2. flat (level ground):
3. flat ΓΕΩΓΡ (land):
4. flat ΜΟΥΣ:
5. flat βρετ ΑΘΛ:
6. flat ΘΈΑΤ (scenery):
-
- Schiebewand θηλ
flat2 [flæt] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
I | holiday |
---|---|
you | holiday |
he/she/it | holidays |
we | holiday |
you | holiday |
they | holiday |
I | holidayed |
---|---|
you | holidayed |
he/she/it | holidayed |
we | holidayed |
you | holidayed |
they | holidayed |
I | have | holidayed |
---|---|---|
you | have | holidayed |
he/she/it | has | holidayed |
we | have | holidayed |
you | have | holidayed |
they | have | holidayed |
I | had | holidayed |
---|---|---|
you | had | holidayed |
he/she/it | had | holidayed |
we | had | holidayed |
you | had | holidayed |
they | had | holidayed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.