στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
writ of execution [αμερικ ˌrɪt əv ˌɛksəˈkjuʃ(ə)n] ΟΥΣ
execution [βρετ ˌɛksɪˈkjuːʃ(ə)n, αμερικ ˌɛksəˈkjuʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. execution (killing):
2. execution:
3. execution Η/Υ:
-
- esecuzione θηλ
4. execution ΝΟΜ:
-
- esecuzione θηλ
writ2 [βρετ rɪt, αμερικ rɪt] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ αρχαϊκ
of [βρετ ɒv, (ə)v, αμερικ əv] ΠΡΌΘ
1. of (in most uses):
2. of (made or consisting of):
4. of (indicating a proportion or fraction):
στο λεξικό PONS
of [əv, stressed: ɒv] ΠΡΌΘ
2. of (belonging to):
5. of (without):
6. of (with):
10. of (consisting of):
11. of (characteristic):
12. of (concerning):
13. of (cause):
14. of (a portion of):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.