στο λεξικό PONS


I. bird [bɜ:d, αμερικ bɜ:rd] ΟΥΣ
1. bird (creature):
2. bird οικ (person):
3. bird αργκ (young female):
4. bird βρετ, αυστραλ dated αργκ (be in prison):
ιδιωτισμοί:
I. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΘ
1. early (in the day):
2. early (of a period):
3. early προσδιορ τυπικ (prompt):
4. early:
II. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li, αμερικ ˈɜ:r-] ΕΠΊΡΡ
1. early (in the day):
3. early:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.