στο λεξικό PONS
flown [fləʊn, αμερικ floʊn] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
flown μετ παρακειμ: fly
I. fly <flew, flown> [flaɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fly (through the air):
2. fly (in the air):
3. fly (speed):
5. fly οικ (be successful):
ιδιωτισμοί:
II. fly <flew, flown> [flaɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. fly (transport):
-
- jdn/etw irgendwohin fliegen
3. fly (raise):
III. fly [flaɪ] ΟΥΣ
2. fly (bait):
3. fly:
5. fly pl ΘΈΑΤ:
ιδιωτισμοί:
high-ˈflown ΕΠΊΘ
I. fly <flew, flown> [flaɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fly (through the air):
2. fly (in the air):
3. fly (speed):
5. fly οικ (be successful):
ιδιωτισμοί:
II. fly <flew, flown> [flaɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. fly (transport):
-
- jdn/etw irgendwohin fliegen
3. fly (raise):
III. fly [flaɪ] ΟΥΣ
2. fly (bait):
3. fly:
5. fly pl ΘΈΑΤ:
ιδιωτισμοί:
ˈfly swatter, ˈfly swat ΟΥΣ
fly ΡΉΜΑ
fly ΡΉΜΑ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
fly pollination
crane fly ΟΥΣ
snipe fly ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
fly over βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ
fly over junction ΥΠΟΔΟΜΉ
flywheel, fly wheel
fly bell governor
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.