στο λεξικό PONS


I. ge·schwol·len [gəˈʃvɔlən] ΡΉΜΑ
geschwollen μετ παρακειμ: schwellen
II. ge·schwol·len [gəˈʃvɔlən] ΕΠΊΘ
1. geschwollen (dick geworden):
III. ge·schwol·len [gəˈʃvɔlən] ΕΠΊΡΡ
schwel·len1 <schwillt, schwoll, geschwollen> [ˈʃvɛlən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
schwel·len2 <schwellt, schwellte, geschwellt> [ˈʃvɛlən] ΡΉΜΑ μεταβ
schwel·len1 <schwillt, schwoll, geschwollen> [ˈʃvɛlən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
schwel·len2 <schwellt, schwellte, geschwellt> [ˈʃvɛlən] ΡΉΜΑ μεταβ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.