I. ge·schwo·ren [gəˈʃvo:rən] ΡΉΜΑ
geschworen μετ παρακειμ: schwören
II. ge·schwo·ren [gəˈʃvo:rən] ΕΠΊΘ προσδιορ
I. schwö·ren <schwört, schwor [o. απαρχ schwur], geschworen> [ˈʃvø:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. schwö·ren <schwört, schwor [o. απαρχ schwur], geschworen> [ˈʃvø:rən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. schwören (etw beeiden):
I. schwö·ren <schwört, schwor [o. απαρχ schwur], geschworen> [ˈʃvø:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. schwö·ren <schwört, schwor [o. απαρχ schwur], geschworen> [ˈʃvø:rən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. schwören (etw beeiden):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.