I. sworn [swɔ:n, αμερικ swɔ:rn] ΡΉΜΑ
sworn μετ παρακειμ: swear
II. sworn [swɔ:n, αμερικ swɔ:rn] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
I. swear <swore, sworn> [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. swear <swore, sworn> [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ μεταβ
I. swear <swore, sworn> [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. swear <swore, sworn> [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ μεταβ
swear off ΡΉΜΑ αμετάβ
swear in ΡΉΜΑ μεταβ usu passive
-
- jdn vereidigen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.