Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sworn [βρετ swɔːn, αμερικ swɔrn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
sworn → swear
II. sworn [βρετ swɔːn, αμερικ swɔrn] ΕΠΊΘ
I. swear <απλ παρελθ swore; μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ μεταβ
1. swear ΝΟΜ:
2. swear (by solemn oath):
II. swear <απλ παρελθ swore; μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swear (curse):
I. swear <απλ παρελθ swore; μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ μεταβ
1. swear ΝΟΜ:
2. swear (by solemn oath):
II. swear <απλ παρελθ swore; μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swear (curse):
στο λεξικό PONS
I. sworn [swɔ:n, αμερικ swɔ:rn] ΡΉΜΑ
sworn μετ παρακειμ of swear
I. swear <swore, sworn> [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. swear <swore, sworn> [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. sworn [swɔrn] ΡΉΜΑ
sworn μετ παρακειμ of swear
I. swear <swore, sworn> [swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. swear <swore, sworn> [swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.