Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
swum [βρετ swʌm, αμερικ swəm] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
swum → swim
I. swim [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΟΥΣ
II. swim <μετ ενεστ swimming; prét swam; μετ παρακειμ swum> [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
III. swim <μετ ενεστ swimming, prét swam, μετ παρακειμ swum> [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim person, fish, animal:
2. swim:
I. swim [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΟΥΣ
II. swim <μετ ενεστ swimming; prét swam; μετ παρακειμ swum> [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
III. swim <μετ ενεστ swimming, prét swam, μετ παρακειμ swum> [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim person, fish, animal:
2. swim:
- cooling drink, swim
-
στο λεξικό PONS
swum [swʌm] ΡΉΜΑ
swum μετ παρακειμ, a. Aus παρελθ of swim
I. swim <swam [or a. αυστραλ swum], swum, -mm-> [swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim (propel oneself through water):
II. swim <swam [or a. αυστραλ swum], swum, -mm-> [swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
I. swim <swam [or a. αυστραλ swum], swum, -mm-> [swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim (propel oneself through water):
II. swim <swam [or a. αυστραλ swum], swum, -mm-> [swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
swum [swʌm] ΡΉΜΑ
swum μετ παρακειμ of swim
I. swim <-mm-, swam, swum> [swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim (in water):
II. swim <-mm-, swam, swum> [swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
I. swim <-mm-, swam, swum> [swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim (in water):
II. swim <-mm-, swam, swum> [swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.