Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 unable [βρετ ʌnˈeɪb(ə)l, αμερικ ˌənˈeɪbəl] ΕΠΊΘ
1. unable (lacking the means or opportunity):
2. unable (lacking the knowledge or skill):
 
  
 -  
-  unable (de faire to do)
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
