Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. incapable [ɛ̃kapabl] ΕΠΊΘ
1. incapable (qui ne peut pas):
2. incapable (incompétent):
- incapable
-
II. incapable [ɛ̃kapabl] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.