στο λεξικό PONS
 
  
 oath [əʊθ, αμερικ oʊθ] ΟΥΣ
1. oath (promise):
-  oath
-  
Hip·po·crat·ic oath [ˌhɪpə(ʊ)krætɪkˈ-, αμερικ -pəkræt̬ɪkˈ-] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
-  Hippocratic oath
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 affirmation in lieu of an oath ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
statement in lieu of an oath ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
declaration in lieu of an oath phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
