

god [gɒd, αμερικ gɑ:d] ΟΥΣ
1. god (male deity, idol):
2. god μτφ:
god-ˈaw·ful ΕΠΊΘ οικ
-
- beschissen αργκ
ˈgod-fear·ing ΕΠΊΘ επιβεβαιωτ
ˈgod-for·sak·en ΕΠΊΘ προσδιορ μειωτ
god-forsaken place, land:
ˈsun-god ΟΥΣ
I. God [gɒd, αμερικ gɑ:d] ΟΥΣ no pl, no άρθ
II. God [gɒd, αμερικ gɑ:d] ΕΠΙΦΏΝ πολύ οικ!


-
- the gods
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.