στο λεξικό PONS
Über·füh·rung2 <-, -en> [y:bɐˈfy:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ (das Überführen)
Über·füh·rung3 <-, -en> [y:bɐˈfy:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Überführung (Überlisten)
-
-
- Überführung θηλ <-, -en>
-
- Überführung θηλ <-, -en>
-
- Überführung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- overbridge ΥΠΟΔΟΜΉ
- Überführung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.