στο λεξικό PONS
I. deep [di:p] ΕΠΊΘ
1. deep (not shallow):
2. deep (full):
3. deep (engrossed):
4. deep (extending back):
6. deep (profound):
7. deep book, discussion, meaning:
II. deep [di:p] ΕΠΊΡΡ
1. deep (far down):
deep-ˈdis·count·ed ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
deep-conˈdi·tion·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
deep ˈdis·count ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
deep-ˈfroz·en ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
deep indentation
deep frozen ΕΠΊΘ
deep root tree
deep sea vent ΟΥΣ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.