στο λεξικό PONS
Hals <-es, Hälse> [hals, πλ ˈhɛlzə] ΟΥΣ αρσ
1. Hals ΑΝΑΤ:
2. Hals (Kehle):
ιδιωτισμοί:
Hals-Na·sen-Oh·ren-Heil·kun·de <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΙΑΤΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Malus ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
CLS ΟΥΣ ουδ
CLS συντομογραφία: Continuous Linked Settlement ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Continuous Linked Settlement ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
nicht als Körperschaft eingetragenes öffentliches Unternehmen phrase ΚΡΆΤΟς
ELS ΟΥΣ αρσ
ELS συντομογραφία: elektronischer Schalter ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
elektronischer Schalter phrase E-COMM
CLS-System ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
als Körperschaft eingetragenes öffentliches Unternehmen phrase ΚΡΆΤΟς
als Sicherheit hinterlegen phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Small Cap ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
ALG ΟΥΣ ουδ
ALG συντομογραφία: Arbeitslosengeld
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.