στο λεξικό PONS
Scha·dens·an·zei·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Mas·se·an·sprü·che ΟΥΣ πλ ΝΟΜ
Scha·dens·ab·tei·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
- Schadensabteilung σπάνιο
-
Scha·dens·ab·wick·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Scha·den·er·satz <-es, ohne pl>, Scha·dens·er·satz ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Scha·dens·zu·rech·nung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Scha·dens·mel·dung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ver·mö·gens·an·spruch <-(e)s, -sprüche> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Scha·dens·her·ab·set·zung ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vermögensanspruch ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Schadensersatz ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Schadenshöhe ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Schadensumme ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Schadensfall ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Schadensversicherung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Schadenentwicklung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Schadenexzedenten-Rückversicherung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Zinsanspruch ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.