στο λεξικό PONS
dis·rup·tion [dɪsˈrʌpʃən] ΟΥΣ
1. disruption (interruption):
- disruption
-
2. disruption no pl (disrupting):
- disruption
-
traffic disruption ΟΥΣ
- traffic disruption
- Verkehrsstörung θηλ
- traffic disruption
-
-
- delivery disruption
-
- disruption
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
disruption ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- disruption
- Schadensfall αρσ
market disruption ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- market disruption
- Marktstörung θηλ
volatility disruption ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- volatility disruption
-
impact of disruption ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
-
- Schadenshöhe θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.