στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 disruption [βρετ dɪsˈrʌpʃn, αμερικ dɪsˈrəpʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. disruption U (disorder):
-  disruption
-  
-  
-  disturbare qc
2. disruption (disrupting):
3. disruption (upheaval):
-  disruption
-  sconvolgimento αρσ
 
  
 -  
-  disruption
-  
-  disruption
-  
-  disruption
στο λεξικό PONS
disruption [dɪs·ˈrʌp·ʃən] ΟΥΣ
-  disruption (disturbance)
-  scombussolamento αρσ
-  disruption μτφ (disorder)
-  scompiglio αρσ
-  disruption (interruption)
-  interruzione θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
