στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
disruptive [βρετ dɪsˈrʌptɪv, αμερικ dɪsˈrəptɪv] ΕΠΊΘ
- disruptive
-
disruptive discharge ΟΥΣ ΗΛΕΚ
- disruptive discharge
-
- gravely concerned, disruptive
-
- antisocial, disruptive, model behaviour
-
στο λεξικό PONS
disruptive [dɪs·ˈrʌp·tɪv] ΕΠΊΘ
- disruptive
-
- disgregatore (-trice)
- disruptive
- disgregatore (-trice)
- disruptive element
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.